επιπολασμός

επιπολασμός
ἐπιπολασμός, ὁ (AM) [επιπολάζω]
επίπλευση*, επιπόλαση, παραμονή στη επιφάνεια
αρχ.
1. τάση για ναυτία, αναγούλα
2. μτφ. προπέτεια, αλαζονεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπιπολασμούς — ἐπιπολασμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπολασμόν — ἐπιπολασμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”